- ἐπιρρυπαίνοντος
- ἐπί-ῥυπαίνωdefilepres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρρυπαίνω — ἐπιρρυπαίνω (Α) [ρυπαίνω] 1. λερώνω, ρυπαίνω («ὥσπερ ἰοῡ ἐπιρρυπαίνοντος τὴν πολυτέλειαν», Πλούτ.) 2. παθ. ἐπιρρυπαίνομαι (για τραύματα) γίνομαι συνεχώς ρυπαρός, ακάθαρτος … Dictionary of Greek